- εἰσπορίζω
- εἰσπορίζω,A supply, v.l. in Isoc.5.121.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εισπορίζω — εἰσπορίζω (AM) μσν. μέσ. αποκτώ αρχ. προμηθεύω … Dictionary of Greek
εἰσπορίζοι — εἰσπορίζοῑ , εἰσπορίζω supply pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)